
Θωλά και αποσπασματικά έρχονται στο μυαλό μου σκηνές απο την παιδική μου ηλικία. Σχεδόν την νηπιακή. Μου ‘ρθε στο μυαλό μια απάντηση που έδινα μικρούλης σε ερώτηση που προφανώς δε μου έθετε κανείς, μα για κάποιον παράξενο λόγο εγώ ήθελα να πω που είναι ο πατέρας μου: "Είναι για συναυλίες στον Καναδά και τον έχουν απαγάγει οι γκάνγκστερς". Πως διάολο τότε μου ‘χε έρθει αυτό, μόνο η φαντασία ενός παιδιού μπορεί να το συλλάβει. Η μητέρα μου απ’ την άλλη είχε φροντίσει -ηθελημένα ή μη- να με εξοικιώσει με την ιδέα του θανάτου κοντινών προσώπων μου, πόσο μάλλον του πατέρα μου. Εγώ όμως είχα πλάσει το μύθο μέσα μου.
Μεγαλώνοντας έβλεπα τους γύρω μου να μου λενε το πόσο του μοιάζω, το πόσο ίδιες κινήσεις κάνω με εκείνον. "Ίδιοι είναι!" άκουγα να λένε στην μάνα μου, στην γιαγιά μου στους θείους μου. Έτσι θα ‘ναι σκεφτόμουν, για να το λένε. Δεν είχα ποτέ άλλωστε μνήμες απ’ αυτόν.
Στα 15 μου ξαναγύρισαμε με την μητέρα μου στο σπίτι μας μετά απο 12 χρόνια με τους γονείς της. Είχαμε συμφωνήσει πλέον να ξεκινήσουμε τη ζωή μας απο την αρχή μιας και εγώ είχα γίνει πλέον άνδρας που μπορούσα να συζητώ σοβαρά και να δουλεύω ταυτόχρονα με το σχολείο. Στο σπίτι μας, το οποίο είχε μείνει κλειστό για χρόνια οι ντουλάπες είχαν ακόμα τα ρούχα του, τα προσωπικά του αντικείμενα, τις κιθάρες και τους δίσκους του. Ενας άγνωστος κόσμος ανοιγόταν με το γυρισμα του κλειδιού μπαίνοντας. Ρώτουσα και μάθαινα σαν σφουγγάρι γι’ αυτόν. Ήμουν εντυπωσιασμένος με τα όργανα, τις φωτογραφίες και τα ρούχα του. Μα και με της μητέρας μου. Μια ζωή την θυμάμαι να φοράει μαύρα απο τα 21 της- και ξαφνικά η ντουλάπα της έχει εντυπωσιακά ρούχα (μιας άλλης εποχής βέβαια) μα άκρως ενδιαφέροντα. Τα ρούχα στις κρεμάστρες ήταν απο τις αρχές των 70s και πλέον έμπαινε η τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα. Οι δίσκοι ντανιασμένοι δίπλα στα ρούχα κατά εκατοντάδες. Είχαν πλεον σκευρώσει. Πετάχτηκαν αφού δεν γινόταν να μπούνε στο πικ-απ πια. Κρίμα. Πόσα ακόμα θα μάθαινα για αυτόν μέσα απο τις μουσικές του.

Στην "καινούρια" γειτονιά, όταν έβγαινα από το σπίτι ένιωθα τα βλέμματα των ανθρώπων να με γνωρίζουν, να με ξέρουν. Όχι όμως εγώ. Η αδελφή του πατέρα μου έμενε απέναντι. Με αυτήν κάναμε ατελείωτες συζητήσεις που πάντα τελείωναν με κλάμματα από μέρους της. "Είσαι για μένα αδελφός μου, όχι ανήψι μου". Ακόμα μου το λέει όταν πηγαίνω και την βλέπω και ας έχει κόρη 28 ετών. Μου είπε κάποια πράγματα για εκείνον, έψαξα φίλους του, ρώτησα. Ο ένας ο "καπετάνιος", ο πιο καλός παλιός του φίλος, ο οποίος είχε συμπεθεριάσει πια με το σόι μου, με πήρε κάποια εποχή με τον συνομήλικο γιό του και μας έλεγε ιστορίες για τα μουσικά πρωϊνά στον Πειραιά, για τα ξενοδοχεία και τα μαγαζιά που παίζαν μουσική με τα συγκροτήματα τους στα νησιά τα καλοκαίρια, το πως βγάζανε γκόμενες και άλλες ιστορίες που τα παιδιά λατρεύουν να ακούνε. Αργότερα κατάλαβα πως η φιλία του καπετάν Βαγγέλη με τον πατέρα μου ήταν παραπάνω απο αδελφική. Με πήρε απο το χέρι σε δύσκολη στροφή της ζωής μου και μ’ έσπρωξε μπροστά. "Άκου Τάσο αγόρι μου, ο φίλος μου όταν έφευγε πλέον, με φώναξε και μου πε να σε προσέχω. Είναι υποχρέωση μου αυτό". Έσπασε μα δεν μου έδωσε το δικαίωμα να τον κοιτάξω στα μάτια.
Την τέχνη του πατέρα μου δεν την έμαθα ποτέ. Με τις κιθάρες συστήθηκα μεγάλος πια και το ταλέντο μου ήταν άλλο. Δεν καταπιάστικα σχεδόν καθόλου αν εξαιρέσεις ένα δυο κομμάτια που γρατζουνούσα με ένα φίλο στο μπάσο. Αυτή η περιέργεια με τρώει ακόμα και μέχρι τώρα. Τί θα ήμουν ή πως θα ήμουν σήμερα αν είχαμε γνωριστεί με την μουσική πιο νωρίς; Προφανώς η μητέρα μου δεν θα άντεχε να με βλέπει να παίζω με τις χορδές. Γιαυτό και δεν με μύησε νωρίτερα στον κόσμο τους. Αυτό το συμπέρασμα έχω βγάλει και το ξεστομίζω πλέον, πρώτη φορά σήμερα.
Εχω πάψει να ρωτώ για εκείνον. Η τελευταία φορά που ρώτησα ήταν ένα βράδυ σε νυχτερινό μαγαζί που δούλευα. Αναγνώρισα τον νονό μου σε ένα τραπέζι μου. Ντυμένος απο πάνω μέχρι κάτω άσπρα ρούχα και τα μούσια του ίδιος απο τότε που η μάνα μου μικρό με έτρεχε στα φεστιβάλ της ΚΝΕ. "Κύριε Καλογιάννη να συστηθώ. Mε λένε..... και είμαι γιος του......". "Ελα βρε παιδί μου, τι κάνεις, κλπ". Μέχρι που κατάλαβα πως αν του έλεγα πως γαμιέται εκείνη την ώρα την ίδια απάντηση θα μου έδινε. Απο την μαστούρα, απο την γεροντική άνια δεν ξέρω μα δεν με ένιαξε εκείνη τη στιγμή. Του απάντησα και ‘γώ "Kαλά εντάξει, και ‘γω χάρηκα που σε γνώρισα και τα λέμε . Άντε χέσε μας" Αμφιβάλω αν κατάλαβε Χριστό. Μετά απο λίγα χρόνια σε μια συζήτηση στην μπάρα του "party" ενός bar πίσω απο το Παναθηναϊκό στάδιο με την Τσανακλίδου δεν τόλμησα να ρωτήσω. Και ας ήξερα πως η Τάνια έκανε παρέα μαζί του και με την μητέρα μου. Είχα τελειώσει την αναζήτηση παρόλο που δεν βρήκα πολλές απαντήσεις στην περιέργεια μου.
Η καθημερινότητα, το ότι έφυγα πλέον απο το σπίτι εκείνο, κάτι που τις φωτογραφίες και τα όργανα τα έχω αποθηκευμένα πια, ξεχάστηκα. Μεγάλωσα. Είμαι πιο μεγάλος πια απο την ηλικία που έφυγε εκείνος τότε. Ελευθερώθηκα απο την σύγκριση που ‘καναν τα μάτια των άλλων. Ήταν 29 χρονών όταν έφυγε πριν απο 30 χρόνια.